ληστεύω

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

(AM ληστεύω) ληστής
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).