ορθοβουλία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(29) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ὀρθοθουλία) [[ορθόβουλος]]<br />ορθή [[βουλή]], ορθή [[σκέψη]] («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν | |mltxt=η (Α ὀρθοθουλία) [[ορθόβουλος]]<br />ορθή [[βουλή]], ορθή [[σκέψη]] («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῦ άνδρὸς κατηγοροῡσι», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (Α ὀρθοθουλία) ορθόβουλος
ορθή βουλή, ορθή σκέψη («ὑγροὶ ὀφθαλμοὶ ὀρθοβουλίαν τοῦ άνδρὸς κατηγοροῡσι», Πολ.).