παταγώ: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(31) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α [[πάταγος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] πάταγο, [[εκπέμπω]] ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ' εὐρεία [[θάλασσα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]], [[κραυγάζω]] θορυβωδώς («ὁ [[κόττυφος]] ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, | |mltxt=-έω, Α [[πάταγος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] πάταγο, [[εκπέμπω]] ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ' εὐρεία [[θάλασσα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) [[κρώζω]], [[κραυγάζω]] θορυβωδώς («ὁ [[κόττυφος]] ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με τα δόντια) [[τρίζω]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να θορυβεί, [[κρούω]], [[χτυπώ]] («πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «καλὰ δὴ παταγεῑς» — καλά τά κατάφερες. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
Greek Monolingual
-έω, Α πάταγος
1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ' εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.)
2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῦ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω
4. κάνω κάτι να θορυβεί, κρούω, χτυπώ («πολλοὶ δὲ τύμπανα παταγέουσιν», Λουκιαν.)
5. φρ. «καλὰ δὴ παταγεῑς» — καλά τά κατάφερες.