σκαφείο: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(37) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / σκαφεῑον, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] για [[σκάψιμο]], [[σκαπάνη]], [[αξίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] με το οποίο άναβαν το [[ιερό]] πυρ οι [[Εστιάδες]] παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ | |mltxt=το / σκαφεῑον, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] για [[σκάψιμο]], [[σκαπάνη]], [[αξίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] σφαιρικό [[κάτοπτρο]] με το οποίο άναβαν το [[ιερό]] πυρ οι [[Εστιάδες]] παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου [[φλόγα]] καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ [[μάλιστα]] τοῑς σκαφείοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[σκάφη]], [[λεκάνη]] («[[λέβης]] σκαφεῑον ὄλμος [[λήκυθος]]», Κλέαρχ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαφ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / σκαφεῑον, ΝΑ
εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα
αρχ.
1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῦ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις», Πλούτ.)
3. πιθ. σκάφη, λεκάνη («λέβης σκαφεῑον ὄλμος λήκυθος», Κλέαρχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -εῖον].