λέβης
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
-ητος, ὁ,
A kettle, cauldron, Il.21.362, Pi.O.1.26; τρίπους λ. A. Fr.1; used for gifts and prizes, Il.23.259, al.; brazier, Th.4.100.
b coin stamped with a cauldron, GDI4979, al. (Crete).
II in Od., mostly the basin in which the purifying water (χέρνιψ) was handed to the guests before meals, made of silver, 1.137, al.; but in 19.386, a pan for washing the feet; δολοφόνος λ., of the bath in which Agamemnon was slain, A.Ag.1129 (lyr.).
III basin used as a cymbal or drum, Hdt.6.58; of the gong at Dodona, Call.Del.286.
IV cinerary urn, A.Ag.444 (lyr.), Ch.686, S.El.1401.
V generally, casket, Id.Tr.556: pan for colours, Luc.Bis Acc.8.
VI vase of cauldron shape on the roof of the temple of Zeus at Olympia, Paus. 5.10.4.
VII air-vessel used like a diving-bell, Arist.Pr.960b32.
German (Pape)
[Seite 21] ητος, ὁ, Kessel, Becken, welches über das Feuer gestellt wird, um darin zu kochen, kleiner als der τρίπους, wie es scheint, neben dem er genannt wird, Il. 23, 259 u. öfter, als Ehrengeschenk oder Kampfpreis; ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῳ 21, 363; vgl. Pind. Ol. 1, 26; Tragg., λέβητος χαλκέου πλευρώματα Aesch. Ch. 675, vgl. Ag. 432. 1100; Soph. Trach. 556 u. a. D. – In der Od. ist es gew. das Waschbecken, in welchem den Gästen vor Tische das Waschwasser gereicht wurde, von Silber, 1, 137, u. von künstlicher Arbeit, ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι χέρνιβα φέρων 3, 440; auch ein Kessel zum Füßewaschen, 19, 386. 469. – Bei den Spartanern war λέβης eine Art Becken, die von den Weibern bei der Todtenfeier geschlagen wurden, Her. 6, 58. – Auch das Becken am Dache des Zeustempels zu Olympia, Paus. 5, 10, 2; u. in Delos, Callim. Del. 286.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
I. chaudron muni de pieds ; particul. :
1 chaudron ou bassin pour faire cuire la viande;
2 vase (en terre) pour laver les pieds ou (en argent) pour laver les mains;
3 baignoire;
4 urne funéraire;
II. sorte de tambour que battaient les femmes de Sparte aux funérailles de leurs rois;
III. chaudière de teinturier.
Étymologie: DELG ?
Russian (Dvoretsky)
λέβης: ητος ὁ
1 котел, чан Hom.;
2 таз (для омовения) Hom.;
3 ванна Aesch.;
4 погребальная урна Aesch., Soph.;
5 котел, кимвал (род ударного инструмента в Спарте) Her.;
6 водолазный колокол Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λέβης: -ητος, ὁ, (λείβω) λέβης, «τέντζερης» ἢ «καζάνι» (χαλκός), μετὰ τριῶν ποδῶν, (λ. τρίπους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1), ἀλλὰ διαφόρου σχήματος καὶ πιθανῶς μικρότερος ἢ ὁ τρίπους· ἐνίοτε πολυτίμου ἐργασίας καὶ κατὰ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους ἐδίδετο ὡς δῶρον τιμητικὸν ἢ βραβεῖον ἀγῶνος· συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ., ὡς Ψ. 259, καὶ παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς· - παρὰ Θουκ. 4. 100 πύραυνον, «μαγκάλι». ΙΙ. ἐν Ὀδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ λεκάνη, Τουρκ. «λεγένι» τοῦ νιψήματος, χέρνιβα δ’ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ, χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος Α. 137, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν Τ. 386, ἡ λεκάνη πρὸς πλύσιν τῶν ποδῶν· λ. δολοφόνος, τὸ λουτρὸν καθ’ ὃ ὁ Ἀγαμέμνων ἐφονεύθη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1129. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις εἶδος τυμπάνου ἢ κυμβάλου ἔχοντος τὸ σχῆμα λεκάνης, ὅπερ ἔκρουον αἱ γυναῖκες κατὰ τὰς κηδείας τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 6. 58. IV. τεφροδόχος λάρναξ, κάλπη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 444, Χο. 686, Σοφ. Ἠλ. 1401· - καθόλου, θήκη μικρά, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 556· - λεκάνη διὰ χρώματα, Λουκ. Δὶς κατηγ. 8. V. ἀγγεῖόν τι ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ ναοῦ τοῦ Διός, Παυσ. 5. 10, 4· καὶ ἐν Δήλῳ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 286. VI. ἀγγεῖον πλῆρες ἀέρος καταβιβαζόμενον εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁ καταδυτικὸς κώδων, Ἀριστ. Προβλ. 32. 5, 3.
English (Autenrieth)
ητος: kettle, caldron, for warming water or for boiling food over fire, Il. 21.362; in the Odyssey usually, basin, wash-basin, held under the hands or feet while water was poured from a pitcher over them, Od. 19.386; called ἀνθεμόεις, from the decoration, Od. 3.440.
English (Slater)
λέβης cauldron νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (O. 1.26) καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ i. e. which they had won as prizes in the games (I. 1.20)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λέβης: -ητος, ὁ (λείβω)·
I. χύτρα, χάλκινο καζάνι, τέντζερης, σε Όμηρ., κ.λπ.
II. λεκάνη στην οποία υπήρχε καθαρό νερό (χέρνιψ) για το νίψιμο των καλεσμένων πριν από τα γεύματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λεκάνη για το πλύσιμο των ποδιών, στο ίδ.· λουτρό, σε Αισχύλ.
III. νεκρικό τύμπανο, το οποίο είχε σχήμα λεκάνης και το χτυπούσαν οι γυναίκες στις κηδείες των βασιλέων, σε Ηρόδ.
IV. τεφροδόχος λάρνακα, σε Αισχύλ., Σοφ.· γενικά, μικρή θήκη, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
-ητος
Grammatical information: m.
Meaning: kettle, cauldron (Il.; on the meaning Brommer Herm. 77, 359 a. 366 f.), also as monetary unit (Crete; Leumann Hom. Wörter 282ff., Ruijgh L'élém. ach. 107); .
Compounds: ἰπνολέβης kettle (Luc., Ath.)
Derivatives: Dimin. λεβήτ-ιον, -ίσκος (IVa), -άριον (Poll.); λεβητ-ώδης kettle-shaped (Ath.); -ίζω cook in a kettle (Lyc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Foreign origin is of course to be considered; cf. κελέβη. On the suffix Fur. 172 n. 118.
Middle Liddell
λέβης, ητος, λείβω
I. a kettle or caldron of copper, Hom., etc.
II. a basin in which the purifying water (χέρνιψ) was handed to the guests before meals, Od.; also a pan for washing the feet, Od.: a bath, Aesch.
III. a cymbal, Hdt.
IV. a cinerary urn, Aesch., Soph.:—generally, a casket, Soph.
Frisk Etymology German
λέβης: -ητος
{lébēs}
Grammar: m.
Meaning: Kessel, Becken (seit Il.; zur Bed. Brommer Herm. 77, 359 u. 366 f.), auch als Münzeinheit (Kreta; Leumann Hom. Wörter 282ff., Ruijgh L’élém. ach. 107);
Composita: ἰπνολέβης Kessel (Luk., Ath.).
Derivative: Davon die Demin. λεβήτιον, -ίσκος (seit IVa), -άριον (Poll.); λεβητώδης kesselförmig (Ath.); -ίζω in einem Kessel kochen (Lyk.).
Etymology: Ableitung auf -ητ- von *λέβος in 1. λεβηρίς (Fick BB 6, 214, Prellwitz) liegt formal nahe (vgl. Schwyzer 499, Chantraine 267) und ist semantisch nicht ausgeschlossen, vgl. λοπός Schale, Rinde, λοπάς Schale, Schüssel. Fremde Herkunft (oder Anpassung eines Fremdworts) ist natürlich auch zu erwägen; vgl. κελέβη.
Page 2,94
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ητος ὁ (=καζάνι). Ἴσως ἀπό τό λείβω (=στάζω, χύνω) ἤ ἀκόμη ἀπό τό λαβεῖν τοῦ λαμβάνω.