πυρσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> Ο [[πυρφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πυρσοφόρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῡ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ [[ὅρια]], καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-[[φόρος]]).
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> Ο [[πυρφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πυρσοφόρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ [[ὅρια]], καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑδρο</i>-[[φόρος]]).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πυρσοφόρος:''' Diod. v. l. = [[πυρφόρος]] I.
|elrutext='''πυρσοφόρος:''' Diod. v. l. = [[πυρφόρος]] I.
}}
}}

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρσοφόρος Medium diacritics: πυρσοφόρος Low diacritics: πυρσοφόρος Capitals: ΠΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pyrsophóros Transliteration B: pyrsophoros Transliteration C: pyrsoforos Beta Code: pursofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying fire, νάρθηξ Nonn.D.7.340, al., dub. in D.S.20.48.    II Subst., torch-bearer, Hsch.; large brazier, Id.

German (Pape)

[Seite 825] Feuer tragend, hervorbringend; ὀϊστοί, wie πυρφόροι, D. Sic. 20, 48; νάρθηξ, Nonn. 7, 340.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων πῦρ, νάρθηξ Νόνν. Δ. 7. 340, κτλ.· - παρὰ Διοδ. 20. 48, πυρφόρους ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., «ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὃ ξύλα ἐτίθεσαν πεπυρωμένα. ἢ ὁ τὸ πῦρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. Ο πυρφόρος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.πυρσοφόρος
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. ὑδρο-φόρος).

Russian (Dvoretsky)

πυρσοφόρος: Diod. v. l. = πυρφόρος I.