οὐδών: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(29)
(2a)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐδών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οὐδῶνες</i><br />[[είδος]] εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>ū</i><i>do</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>)].
|mltxt=[[οὐδών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οὐδῶνες</i><br />[[είδος]] εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>ū</i><i>do</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>)].
}}
{{FriskDe
|ftr='''οὐδών''': -ῶνος<br />{oudṓn}<br />'''Grammar''': m. (Poll. 10, 50)<br />'''Meaning''': [[Art Filzschuh aus Ziegenhaar]]; lat. ''ūdō'' (''odō''), -''ōnis'' m.<br />'''Derivative''': mit den Demin. -ώνιον (''Edict''. ''Diocl''. [Asine]), -ωνάριον (Charis., Gloss.)<br />'''Etymology''' : Nach Martial 14, 140 kilikisch, somit kleinasiat. Fremdwort; vgl. W.-Hofmann s.v. und Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 33.<br />'''Page''' 2,442
}}
}}

Revision as of 15:50, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδών Medium diacritics: οὐδών Low diacritics: ουδών Capitals: ΟΥΔΩΝ
Transliteration A: oudṓn Transliteration B: oudōn Transliteration C: oudon Beta Code: ou)dw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, a kind of

   A felt shoe, Poll.10.50: Dim. οὐδετερ-ώνιον Edict.Diocl. in IG5(1).1406.24 (Asine):—also οὐδωνάριον, Charis.1.552 K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 411] ῶνος, ὁ, das lat. udo, eine Art Filz- oder Pelzschuh, Poll. 10, 50.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδών: -ῶνος, ὁ εἶδος ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, Πολυδ. Ι´, 50.

Greek Monolingual

οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].

Frisk Etymology German

οὐδών: -ῶνος
{oudṓn}
Grammar: m. (Poll. 10, 50)
Meaning: Art Filzschuh aus Ziegenhaar; lat. ūdō (odō), -ōnis m.
Derivative: mit den Demin. -ώνιον (Edict. Diocl. [Asine]), -ωνάριον (Charis., Gloss.)
Etymology : Nach Martial 14, 140 kilikisch, somit kleinasiat. Fremdwort; vgl. W.-Hofmann s.v. und Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 33.
Page 2,442