падать: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(5)
 
(DvTab)
Tag: Replaced
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἐξερείπω]], [[ἐγκαταπίπτω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[κατανίφω]], [[νίφω]], [[γδουπέω]], [[δουπέω]], [[κατακυλίω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[σφαλμάω]], [[σφαλμέω]], [[ἐπικαταπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[προπροκυλίνδομαι]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐμπίπτω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[ὑποσκελίζω]], [[ὀκλάζω]], [[ἐρείπω]], [[ὑπερείπω]], [[συγκρημνίζω]], [[ἐπολισθάνω]], [[ἐπικαταρρέω]], [[κάτειμι]], [[κοπάζω]]
|rueltext=[[ἐκπίπτω]]
}}
}}

Revision as of 07:35, 15 October 2019

Russian > Greek

ἐκπίπτω