падать
From LSJ
Russian > Greek
βάλλω, κλίνω, ἐρείδω, ἐξερείπω, ἐγκαταπίπτω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, ἐκπίπτω, κατανίφω, νίφω, γδουπέω, δουπέω, κατακυλίω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, σφαλμάω, σφαλμέω, ἐπικαταπίπτω, συμπίπτω, περιπίπτω, ἐμπλήσσω, ἐμπλήττω, ἐνιπλήσσω, προπροκυλίνδομαι, ἐπιβρίθω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, ὑποπίπτω, καταπίπτω, ὑποσκελίζω, ὀκλάζω, ἐρείπω, ὑπερείπω, συγκρημνίζω, ἐπολισθάνω, ἐπικαταρρέω, κάτειμι, κοπάζω, καταρρέω, ἐπιβάλλω, κατέρχομαι, ἠμύω, ῥέπω