предпринимать: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιλαμβάνω]], [[ἐγχειρέω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[παλαμάομαι]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[προμηχανάομαι]], [[ἐπαναιρέω]], [[χράομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκδέκομαι]], [[ἐπιδέχομαι]], [[ἐπιδέκομαι]], [[ἀποδύω]], [[στρατεύω]], [[ἐνίστημι]] | |rueltext=[[ἐνδύω]], [[αἴρω]], [[ἀνίστημι]], [[ἐπιβάλλω]], [[καθίστημι]], [[ἐπιλαμβάνω]], [[ἐγχειρέω]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[παλαμάομαι]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[προμηχανάομαι]], [[ἐπαναιρέω]], [[χράομαι]], [[ἐκδέχομαι]], [[ἐκδέκομαι]], [[ἐπιδέχομαι]], [[ἐπιδέκομαι]], [[ἀποδύω]], [[στρατεύω]], [[ἐνίστημι]], [[στέλλω]], [[διαίρω]], [[ἐξάπτω]], [[ἔρχομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐνδύω, αἴρω, ἀνίστημι, ἐπιβάλλω, καθίστημι, ἐπιλαμβάνω, ἐγχειρέω, ἀνθάπτομαι, ἀντάπτομαι, παλαμάομαι, πραγματεύομαι, πρηγματεύομαι, προμηχανάομαι, ἐπαναιρέω, χράομαι, ἐκδέχομαι, ἐκδέκομαι, ἐπιδέχομαι, ἐπιδέκομαι, ἀποδύω, στρατεύω, ἐνίστημι, στέλλω, διαίρω, ἐξάπτω, ἔρχομαι