предвидеть: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προτιόσσομαι]], [[ὄσσομαι]], [[προοράω]], [[προγιγνώσκω]], [[προγινώσκω]], [[προνοέω]], [[προλεύσσω]], [[προαισθάνομαι]] | |rueltext=[[ἐφοράω]], [[προτιόσσομαι]], [[ὄσσομαι]], [[προοράω]], [[προγιγνώσκω]], [[προγινώσκω]], [[προνοέω]], [[προλεύσσω]], [[προαισθάνομαι]], [[προσκέπτομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐφοράω, προτιόσσομαι, ὄσσομαι, προοράω, προγιγνώσκω, προγινώσκω, προνοέω, προλεύσσω, προαισθάνομαι, προσκέπτομαι