восполнять: Difference between revisions
From LSJ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
(1) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀντερανίζω]], [[συναπεργάζομαι]], [[ἀνακτάομαι]], [[ἐπιπληρόω]], [[ἐξαναπληρόω]], [[παραπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[συναναπληρόω]], [[προσαναπληρόω]], [[ἀναπληρόω]], [[ἐπιτελέω]], [[ἐκπληρόω]], [[ἐκπίμπλημι]] | |rueltext=[[ἀντερανίζω]], [[συναπεργάζομαι]], [[ἀνακτάομαι]], [[ἐπιπληρόω]], [[ἐξαναπληρόω]], [[παραπληρόω]], [[συνεκπληρόω]], [[συναναπληρόω]], [[προσαναπληρόω]], [[ἀναπληρόω]], [[ἐπιτελέω]], [[ἐκπληρόω]], [[ἐκπίμπλημι]], [[πληρόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀντερανίζω, συναπεργάζομαι, ἀνακτάομαι, ἐπιπληρόω, ἐξαναπληρόω, παραπληρόω, συνεκπληρόω, συναναπληρόω, προσαναπληρόω, ἀναπληρόω, ἐπιτελέω, ἐκπληρόω, ἐκπίμπλημι, πληρόω