ἐκπίμπλημι

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπίμπλημι Medium diacritics: ἐκπίμπλημι Low diacritics: εκπίμπλημι Capitals: ΕΚΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: ekpímplēmi Transliteration B: ekpimplēmi Transliteration C: ekpimplimi Beta Code: e)kpi/mplhmi

English (LSJ)

A fill up, κρατῆρα E.Cyc.388; ἐκ δ' ἐπίμπλαμεν δρόσου κρατῆρας filled them full of.., Id.Ion1194.
2 satiate, ὄμματ' ἐξεπίμπλαμεν Id.Andr.1087; ἐκπιμπλάναι τὴν αὐτίκα φιλονικίαν Th.3.82; τὰς ἐπιθυμίας D.C.41.27:—Pass., ὡς ἐξεπλήσθη [τὸ νόσημα] S.Ph. 759.
II fulfil, ἐξέπλησε μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ fulfilled his destiny, Hdt.3.142; ἐ. τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Id.1.43; ἐ. τὸν νόμον to satisfy the requirements of the law, Id.1.199,4.117; πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε paid the full penalty of the sin of Gyges, Id.1.91.
III accomplish, ἐνιαυτὸν ἐξέπλησεν S.Tr.253; ἀρὰς..ἔοικεν ἐκπλῆσαι θεός E.Ph.1426; ἱερά τ' ἐξεπίμπλασαν Id.Supp.722; ἐ. πλῆθος κακῶν to narrate in full, A.Pers.430; μοχθήματα, etc., E.Hel.735, etc.; πανταχοῦ γὰρ ἄστεως ζητῶν νιν ἐξέπλησα I have finished seeking her in every part, Id.Ion1108.
IV fill up or complete a number, ἐ. τὸ ἐλλεῖπον (as v.l. for ἐκπληρώσατε) X.Cyr.4.5.39; τὸ ἱππικόν ib.6.1.26, cf. Arr.Tact.14.2.

Spanish (DGE)

A tr.
I c. ac. de concr.
1 llenar κρατῆρα E.Cyc.388, cf. Io 1194, c. dat. ἱερά τ' ἐξεπίμπλασαν φόβῳ llenaron de terror los templos E.Supp.722
fig. saciar θέᾳ ... ὄμματ' ἐξεπίμπλαμεν E.Andr.1087.
2 completar de tropas ἐξεπίμπλη τὸ ἱππικόν completó la caballería X.Cyr.6.1.26, τὸν ἥμισυν ἀριθμόν Arr.Tact.14.2
fig. cubrir (τὸ ἐπικουρικὸν) ... ὃ τὴν αὐτῶν ἀσθένειαν ἐκπλήσει (tropa auxiliar) que tapará la debilidad de éstos Ph.2.98.
II 1recorrer hasta el fin en cont. temp. κακῶν δὲ πλῆθος, οὐδ' ἂν εἰ δέκ' ἤματα στοιχηγοροίην, οὐκ ἂν ἐκπλήσαιμί σοι la multitud de desgracias, aunque informara de modo ordenado durante diez días, no podría apurarla hasta el final A.Pers.430, en cont. espacial πανταχῇ γὰρ ἄστεως <...> ζητῶν νιν ἐξέπλησα he recorrido por completo la ciudad buscándola E.Io 1108.
2 cumplir, completar c. ac. de tiempo ἐνιαυτὸν ἐξέπλησεν S.Tr.253, τερπνὸν ἐκπλῆσαι βίον vivir por entero una vida agradable E.Alc.169, τέσσαρα καὶ δέχ' ἔτη GVI 936.3 (Cos I/II d.C.).
III c. ac. de abstr.
1 cumplir, realizar τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Hdt.1.43, τὸν νόμον Hdt.1.199, 4.117, μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ Hdt.3.142, Hp.Vict.1.8, ἀρὰς ... θεός E.Ph.1426, αἶσαν B.17.27, τὴν διακονίαν Ph.2.540, ἐ. μοχθήματα sufrir penalidades E.Hel.735
satisfacer τὴν αὐτίκα φιλονικίαν Th.3.82, τὴν ἐπιθυμίαν I.AI 12.187, D.C.41.27.3, τὸν θυμόν D.C.44.29.2, τὴν ἡμετέραν κακίαν Aristid.Or.8.4, τὰς γνώμας αὐτῶν X.HG 6.1.15.
2 pagar, expiar πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε ha expiado la culpa de su cuarto ascendiente ref. al pecado de Giges, Hdt.1.91.
B intr., en v. med.-pas. hartarse, llenarse (τὸ νόσημα) ... ἥκει ... διὰ χρόνου, πλάνοις ἴσως ὡς ἐξεπλήσθη (la enfermedad) llega después de algún tiempo, tal vez cuando se ha hartado de sus correrías S.Ph.759.

German (Pape)

[Seite 773] (s. πίμπλημι), aus-, anfüllen; κρατῆρα Eur. Cycl. 388; ἐκ δ' ἐπίμπλαμεν δρόσου κρατῆρας ἱρούς Ion. 1194; πανταχῆ γὰρ ἄστεως ζητῶν νιν ἐξέπλησα, bin überall hin durch die ganze Stadt sie suchend umhergelaufen, 1108. Übertr., eine Begierde sättigen, φιλονεικίαν Thuc. 3, 82; γνώμας, Wünsche befriedigen, Xen. Hell. 6, 1, 15; νόμον, erfüllen, Her. 4, 117; ἀράς, sie in Erfüllung gehen lassen, Eur. Phoen. 1426, wie τοῦ ὀνείρου τὴν φἠμην Her. 1, 43; μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ 3, 142; ἁμαρτάδα, abbüßen, 1, 91. – Das Unvollständige ergänzen, τὸ ἐλλεῖπον Xen. Cyr. 4, 5, 39; τὸ ἱππικόν, vollzählig machen, 6, 1, 26; vollbringen, vollenden, κακῶν πλῆθος, vollständig erzählen, Aesch. Pers. 422; βίον, κακά, κίνδυνον, Eur. Alc. 169 Or. 293 I. T 90; δέκ' ἔτη, hinbringen, Or. 657.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπλήσω, ao. ἐξέπλησα, etc.
1 remplir;
2 compléter : τὸ ἐλλεῖπον XÉN ce qui manque;
3 accomplir (sa destinée, les prescriptions d'une loi, etc.) ; βίον EUR achever sa vie.
Étymologie: ἐκ, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπίμπλημι: (fut. ἐκπλήσω)
1 наполнять (κρατῆρα Eur.);
2 пополнять, доводить до полного состава (τὸ ἱππικόν Xen.);
3 восполнять, заполнять, возмещать (τὸ ἐλλεῖπον Xen.);
4 исполнять (τὸν νόμον ἐκπλῆσαι Her.);
5 приводить в исполнение, осуществлять (τὰς ἀράς τινος Eur.): ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Her. на нем сбылось предсказание сновидения; ἐκπλῆσαι μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ Her. быть постигнутым тем, что предопределено судьбой;
6 насыщать, удовлетворять (ὄμματα θέᾳ Eur.): τὴν φιλονεικίαν ἐκπιμπλάναι Thuc. удовлетворить (свою) жажду мести; ἐκπλῆσαι τὰς γνώμας τινός Xen. удовлетворить чьи-л. желания;
7 совершать: ἐκπλῆσαι ὁδόν Eur. пройти путь; τερπνὸν ἐκπλῆσαι βίον Eur. приятно провести жизнь; κίνδυνον ἐκπλήσας Eur. преодолев опасность; μίαν πονήσας ἡμέραν, μὴ δέκ᾽ ἐκπλήσας ἔτη Eur. потрудившись один (всего) день, а не десять лет; πανταχῆ ἄστεως ζητῶν νιν ἐξέπλησα Eur. я искал ее по всему городу;
8 искупать: ἁμαρτάδα τινὸς ἐκπλῆσαι Her. поплатиться за чье-л. преступление;
9 полностью перечислять, пространно излагать (κακῶν πλῆθος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπίμπλημι: μέλλ. -πλήσω, γεμίζω τι ἐντελῶς, κρατῆρα Εὐρ. Κύκλ. 388· ἐκπ. κρατῆρα δρόσου ὁ αὐτ. Ἴων 1194. 2) κορέννυμι, ὄμματ᾿ ἐξεπίμπλαμεν Εὐρ. Ἀνδρ. 1087· ἐκπλῆσαι τὴν φιλονικίαν Θουκ. 3. 82 Bekk. (ἄλλ. ἐμπ-): -‒ Παθ., ὡς ἐξεπλήσθη ἡ νόσος, ἐχορτάσθη, Σοφ. Φ. 759. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐξέπλησε μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ, ἐξεπλήρωσε τὴν μοῖραν του, Ἡρόδ. 3. 142· ἐκπ. τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην ὁ αὐτ. 1. 43· ἐκπ. τὸν νόμον ὁ αὐτ. 1. 199., 4. 117· πέμπτου γονέος ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, ἀπέτινε τὴν ποινὴν τῆς ἁμαρτίας τοῦ Γύγου, ὁ αὐτ. 1. 91· ἀρὰς... ἔοικεν ἐκπλῆσαι θεός, ἐκπληρῶσαι, Εὐρ. Φοίν. 1426. ΙΙΙ. συμπληρῶ, τελειώνω, ἐνιαυτὸν ἐξέπλησεν Σοφ. Τρ. 253· ἱερά τ᾿ ἐξεπίμπλασαν Εὐρ. Ἱκ. 722· οὐδ᾿ ἂν εἰ δέκ᾿ ἤματα στοιχηγοροίην, οὐκ ἂν ἐκπλήσαιμί σοι, καὶ ἂν ἐπὶ δέκα ἡμέρας διηγούμην σοι πάντα κατὰ σειρὰν δὲν θὰ ἠδυνάμην νὰ συμπληρώσω τὴν διήγησιν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 430· μοχθήματα, κίνδυνον, δρόμον, βίον, κτλ., Εὐρ. Ἑλ. 735. κτλ.· πανταχοῦ γὰρ ἄστεως ζητῶν νιν ἐξέπλησα, ἐτελείωσα τὴν ἀναζήτησιν αὐτῆς ἁπανταχοῦ, Εὐρ. Ἴων 1108, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Ὀρ. 54. IV. συμπληρῶ ποσόν τι, ἐκπλ. τὸ ἐλλεῖπον Ξεν. Κύρ. 4. 5, 39· τὸ ἱππικὸν αὐτόθι 6. 1, 26.

Greek Monolingual

ἐκπίμπλημι (Α)
1. γεμίζω εντελώς («κρατῆρα ἐξέπληξεν», Ευρ.)
2. χορταίνω
3. εκπληρώνω («Πολυκράτης μὲν νῦν ἐξέπλησε μοῖραν τὴν ἑωυτοῦ», Ηρόδ.)
4. αποτίνω
5. συμπληρώνω, τελειώνω.

Greek Monotonic

ἐκπίμπλημι: μέλ. -πλήσω,
I. 1. γεμίζω εντελώς ένα κύπελο, σε Ευρ.· ἐκπ. κρατῆρας δρόσου, τους γεμίζω πλήρως με υγρό, στον ίδ.
2. χορταίνω, στον ίδ., σε Θουκ.
II. συμπληρώνω, εκπληρώνω, σε Ηρόδ.· ἁμαρτάδα ἐξέπλησε, εκπλήρωσε την πλήρη ποινή της αμαρτίας, στον ίδ.
III. εκπληρώνω, πραγματοποιώ, συμπληρώνω, τελειώνω, σε Τραγ.

Middle Liddell

fut. -πλήσω
I. to fill up a bowl, Eur.; ἐκπ. κρατῆρας δρόσου to fill them full of liquid, Eur.
2. to satiate, Eur., Thuc.
II. to fulfil, Hdt.; ἁμαρτάδα ἐξέπλησε paid the full penalty of sin, Hdt.
III. to accomplish, complete, Trag.