προσαναπληρόω

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναπληρόω Medium diacritics: προσαναπληρόω Low diacritics: προσαναπληρόω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: prosanaplēróō Transliteration B: prosanaplēroō Transliteration C: prosanapliroo Beta Code: prosanaplhro/w

English (LSJ)

fill up, replenish besides, τὸν ἐνδεέστατον βίον Arist. Pol.1256b3, cf. D.S.5.71; τὴν λείπουσαν ταῖς βασάνοις κόλασιν LXX Wi.19.4; τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων 2 Ep.Cor.9.12, cf. Ph.2.444; τὰ ἐλλείποντα A.D.Pron.3.7:—Med., add so as to fill up, Pl.Men. 84d.

German (Pape)

[Seite 749] dazu ausfüllen, Plat. Men. 84 d, im aor. med., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

προσαναπληρῶ :
suppléer à l'insuffisance de, compléter, suppléer, combler;
Moy. προσαναπληρόομαι, προσαναπληροῦμαι m. sign. .
Étymologie: πρός, ἀναπληρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναπληρόω extra aanvullen, ook med.: οὐκοῦν προσαναπληρωσαίμεθ’ ἂν τὸ ἐν τῇ γωνίᾳ τόδε; dan kunnen we toch ook deze hier in de hoek opvullen? Plat. Men. 84d.

Russian (Dvoretsky)

προσαναπληρόω: тж. med. дополнять, восполнять (τι Plat., Arst.; τὰ ὑστερήματά τινος NT): τὰ περὶ τῆς εἰρήνης προσαναπληρῶσαι Diod. водворить кроме того мир.

English (Strong)

from πρός and ἀναπληρόω; to fill up further, i.e. furnish fully: supply.

English (Thayer)

προσαναπλήρω; 1st aorist προσανεπληρωσα; to fill up by adding to (cf. πρός, IV:2); to supply: τί, Aristotle, Diodorus, Philo, others.)

Greek Monotonic

προσαναπληρόω: μέλ. -ώσω, αναπληρώνω ή συμπληρώνω κάτι επιπλέον, σε Αριστ., Κ.Δ. — Μέσ., προσθέτω τόσο ώστε να γεμίσω, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπληρόω: ἀναπληρῶ ἢ γεμίζω προσέτι, συμπληρῶ τὸν ἐνδεέστατον βίον Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 8, πρβλ. Διόδ. 5. 71· τὰ ὑστερήματα τῶν ἁγίων Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 12· πρ. δυνάμεως, γεμίζω ἐντελῶς μέ..., Κλήμ. Ἀλ. 102. ― Μέσ., προσθέτω οὕτως ὥστε νὰ γεμίσω τι, οὐκοῦν προσαναπληρωσαίμεθ’ ἂν τὸ ἐν τῇ γωνίᾳ τόδε; Πλάτ. Μένων 84D.

Middle Liddell

fut. ώσω
to fill up or replenish besides, Arist., NTest.:—Mid. to add so as to fill up, Plat.

Chinese

原文音譯:prosanaplhrÒw 普羅士-安那-普累羅哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向著-向上-充滿
字義溯源:填滿,補足,完全供應,提供;由(πρός)=向著)與(ἀναπληρόω)=完成,補足)組成;而 (ἀναπληρόω)又由(ἀνά)*=上)與(πληρόω)=使其充滿)組成,其中 (πληρόω)出自(πλήρης)=滿的),而 (πλήρης)又出自(πίμπλημι)*=充滿);並且 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編
1) 補足了(1) 林後11:9;
2) 補足(1) 林後9:12