συνεκπληρόω

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπληρόω Medium diacritics: συνεκπληρόω Low diacritics: συνεκπληρόω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: synekplēróō Transliteration B: synekplēroō Transliteration C: synekpliroo Beta Code: sunekplhro/w

English (LSJ)

fill up the measure of, complete, τὸ ἐλλιπές Plb.16.28.2; τὰς ἐπιβολάς Id.14.4.3; indulge to the full, τὰς ὁρμάς Id.3.78.5.

German (Pape)

[Seite 1013] mit od. zugleich ausfüllen, anfüllen; τὸ ἐλλιπές, Pol. 16, 28, 2; τῇ διανοίᾳ καὶ τῇ τόλμῃ τὴν ἐπιβολήν, vollenden, 14, 4, 3; auch τὰς ὁρμὰς τῶν δυνάμεων, ihre Wünsche erfüllen, ihnen nachgeben, 3, 78, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπληρόω: γεμίζω ἐντελῶς, συμπληρῶ, τὸ ἐλλιπὲς Πολύβ. 16. 28, 2· τὰς ἐπιβολὰς 14. 4, 3· ἐκπληρῶ, τὰς ὁρμὰς 3. 78, 5.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπληρόω:
1 восполнять (τινι τὸ ἐλλιπές τινος Polyb.);
2 содействовать выполнению, помогать завершить (τὰς ἐπιβολὰς τῇ διανοίᾳ Polyb.);
3 исполнять (τὰς ὁρμάς τινος Polyb.).