противиться: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(6)
 
(ru-m-18-oct)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀντιστασιάζω]], [[ἀντιτάσσω]], [[ἀντιτάττω]], [[ἀσπαίρω]], [[ἀντιπίπτω]], [[διερείδω]], [[ἐναντιόομαι]], [[ἀντιπράσσω]], [[ἀντιπράττω]], [[ἀντιπρήσσω]], [[ἀντιφέρω]], [[ἀντιστατέω]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[ἀντιτείνω]]
|rueltext=[[ἀντιστασιάζω]] ;; [[ἀντιτάσσω]] ;; [[ἀντιτάττω]] ;; [[ἀσπαίρω]] ;; [[ἀντιπίπτω]] ;; [[διερείδω]] ;; [[ἐναντιόομαι]] ;; [[ἀντιπράσσω]] ;; [[ἀντιπράττω]] ;; [[ἀντιπρήσσω]] ;; [[ἀντιφέρω]] ;; [[ἀντιστατέω]] ;; [[ἀνθίστημι]] ;; [[ἀντίστημι]] ;; [[ἀντιτείνω]] ;; [[μισέω]] ;; [[ἐνίστημι]]
}}
}}

Revision as of 17:55, 18 October 2019