ἀντιφέρω
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
A set against, Pl.Erx.395b; ἀ. πόλεμον ἐπί τινι AP7.438 (Damag.): used by Hom. only in Med. or Pass., set oneself against, fight against another, ἀντεφέροντο μάχη Il.5.701; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι hard to oppose, 1.589, cf. Od.16.238: c. acc. cogn., μένος ἀ. τινί match oneself with another in strength, Il.21.482; τίς Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP9.625 (Maced.).
II Pass., to be borne in a contrary direction to, τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, cf. Ph.215a30; τῷ παντὶ τὴν φοράν Theo Sm.p.134 H.
Spanish (DGE)
I intr., en v. med.
1 oponerse, enfrentarse ἀντεφέροντο μάχῃ Il.5.701, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589, cf. Od.16.238, τίς γὰρ Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP 9.625 (Maced.)
•c. ac. de rel. equipararse μένος ἀντιφέρεσθαί τοι Il.21.482.
2 de los astros moverse en dirección contraria τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, <τῷ> παντί Theo.Sm.p.134
•de un móvil τὸ μὲν δι' οὖ φέρεται αἴτιον ὅτι ἐμποδίζει, μάλιστα μὲν ἀντιφερόμενον el por donde se mueve (un móvil) es el causante de la reducción de velocidad, sobre todo al moverse en sentido contrario Arist.Ph.215a30.
II tr., en v. act. mover en dirección contraria πεττούς Pl.Erx.395b
•mover ἐπ' Αἰτωλοῖς πόλεμον AP 7.438 (Damag.).
French (Bailly abrégé)
f. ἀντοίσω, ao. ἀντήνεγκα, etc.
porter contre;
Moy. ἀντιφέρομαι s'opposer à, résister à : ἀργαλέος ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; μένος ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.
Étymologie: ἀντί, φέρω.
German (Pape)
(φέρω), entgegentragen, -stellen, den Stein im Brettspiel, Plat. Eryx. 395b; πόλεμον Damag. 8 (VII.438). – Pass., sich entgegenstellen, widersetzen, Od. 16.238; μάχῃ Il. 5.701; ἁργαλέος Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, es ist schwierig, sich dem Zeus zu widersetzen, 1.589; χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι 21.482; Ὁμηρείοις λόγοις Maced. 30 (IX.625).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφέρω:
1 противопоставлять, выдвигать (τι πρός τι Plat.);
2 нести против: ἀ. πόλεμον ἐπί τινι Anth. идти войной на кого-л.;
3 нести в обратном направлении (ἀντιφέρεσθαι κατὰ τὸν κύκλον Arst.);
4 med. противиться, меряться (ἀ. μένος τινί Hom.): ἀργαλέος ἀ. Hom. неодолимый, непобедимый.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφέρω: μέλλ. ἀντοίσω, ἀντιτάσσω, ὥστε μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς ταῦτα ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. ἀντιφερίζω. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν πρός τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8.
Greek Monolingual
ἀντιφέρω (Α)
1. αντιτάσσω
2. (-ομαι) α) φέρομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εναντιώνομαι
6) φέρομαι προς κατεύθυνση αντίθετη.
Greek Monotonic
ἀντιφέρω: θέτω εναντίον, τι ἐπί τινι, σε Ανθ. — Μέσ. ή Παθ., τοποθετώ τον εαυτό μου εναντίον, πολεμώ ενάντια σε, σε Όμηρ.
Middle Liddell
to set against, τι ἐπί τινι Anth.:—Dep or Pass. to set oneself against, fight against, Hom.