убедительный: Difference between revisions
From LSJ
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
(7) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πιστευτικός]] | |rueltext=[[πιστευτικός]] ;; [[ἀξιοτέκμαρτος]] ;; [[περαντικός]] ;; [[ἀσφαλής]] ;; [[ἄμαχος]] ;; [[ἀποδεικτικός]] ;; [[εὐπειθής]] ;; [[εὐπιθής]] ;; [[συνερκτικός]] ;; [[πιστικός]] ;; [[ἀναπειστήριος]] ;; [[πειθός]] ;; [[πειστικός]] ;; [[συνακτικός]] ;; [[πειστήριος]] ;; [[πιθανός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 18 October 2019
Russian > Greek
πιστευτικός ;; ἀξιοτέκμαρτος ;; περαντικός ;; ἀσφαλής ;; ἄμαχος ;; ἀποδεικτικός ;; εὐπειθής ;; εὐπιθής ;; συνερκτικός ;; πιστικός ;; ἀναπειστήριος ;; πειθός ;; πειστικός ;; συνακτικός ;; πειστήριος ;; πιθανός