отклоняющий: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[εὐπερίκοπτος]] ;; [[παράτροπος]] ;; [[διατρεπτικός]] ;; [[ἄπαρνος]]
|rueltext=[[εὐπερίκοπτος]], [[παράτροπος]], [[διατρεπτικός]], [[ἄπαρνος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:03, 18 October 2019

Russian > Greek

εὐπερίκοπτος, παράτροπος, διατρεπτικός, ἄπαρνος