εὐπερίκοπτος
From LSJ
English (LSJ)
εὐπερίκοπτον, suffering importunity readily, εὐ. τὰς ἐντεύξεις waiving ceremony in his address, Plb.11.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίκοπτος: -ον, ἀποκόπτων τὴν τυπικότητα, ἁπλοῦς, εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, ἀποφεύγων τὰς μακρολογίας καὶ τυπικὰς ἐκφράσεις, Πολύβ. 11. 10, 3.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίκοπτος: круто обрывающий, отклоняющий (τὰς ἐντεύξεις Polyb.).
German (Pape)
wohl herum abschneidend, εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, der alle Umstände abschneidet und ohne Weitläufigkeiten und Umstände mit sich sprechen läßt, Pol. 11.10.3.