παράτροπος

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράτροπος Medium diacritics: παράτροπος Low diacritics: παράτροπος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: parátropos Transliteration B: paratropos Transliteration C: paratropos Beta Code: para/tropos

English (LSJ)

παράτροπον,
A turned aside: turned from the right way, lawless, εὐναί Pi.P.2.35.
2 strange, unusual, Opp.H.1.515, 4.18, cf. Plu.Lys.12.
II Act., averting, μόρου π. μέλος E.Andr.528(lyr.):—where Sch. expl. παρατροπικός.

German (Pape)

[Seite 504] 1) abgelenkt, abgewendet, verändert, entfremdet; εὐναί, Pind. P. 2, 35, der Schol. erkl. μοιχίδιοι καὶ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι; vgl. Opp. Hal. 1, 515, λεχέων δὲ παράτροπον αἰσαν ἔχουσιν, u. 4, 18, χρωτὸς δὲ παράτροπον ἄνθος ἀμέρσαι; ungewöhnlich, Plut. Lys. 12. – 2) Bei Eur. Andr. 528 in activer Bdtg, abwendend, τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω, Schol. παρατροπικός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui détourne de, gén.;
2 détourné ; détourné du droit chemin ou du droit sens, extraordinaire, inusité, étrange.
Étymologie: παρατρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράτροπος -ον [παρατρέπω] afwendend. afwijkend.

Russian (Dvoretsky)

παράτροπος:
1 отвращающий, отклоняющий, удаляющий прочь (μόρου παράτροπον μέλος Eur.);
2 незаконный, беззаконный (εὐναί Pind.);
3 необычный, странный (κίνησις Plut.).

English (Slater)

παράτροπος, -ον illicit εὐναὶ δὲ παράτροποι (P. 2.35)

Greek Monolingual

-η, -ο / παράτροπος, -ον, ΝΑ παρατρέπω
1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος
2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.)
αρχ.
παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος («χρωστὸς δὲ παράτροπον ἄνθος», Πλούτ.)
2. αυτός που αποτρέπει, αποτρεπτικός («τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω;», Ευρ.)
3. φρ. «ἔπος παράτροπον» — παραβολή, παροιμία (Νόνν.).

Greek Monotonic

παράτροπος: -ον, I. αυτός που παρεκτρέπεται, παράνομος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που αποφεύγει κάτι, με γεν., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παράτροπος: -ον, ὁ παρεκτρεπόμενος· ἐκτρεπόμενος τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παράνομος, εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 65, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 515· - παράδοξος, ἀσυνήθης, αὐτόθι 4. 18, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 12. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποτρέπων, μόρου π. μέλος Εὐρ. Ἀνδρ. 528, - ἔνθα ὁ Σχολ. τὸ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ παρατροπικός.

Middle Liddell

παράτροπος, ον,
I. turned aside, lawless, strange, unusual, Plut.
II. act. averting a thing, c. gen., Eur.