παράτροπος
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
παράτροπον,
A turned aside: turned from the right way, lawless, εὐναί Pi.P.2.35.
2 strange, unusual, Opp.H.1.515, 4.18, cf. Plu.Lys.12.
II Act., averting, μόρου π. μέλος E.Andr.528(lyr.):—where Sch. expl. παρατροπικός.
German (Pape)
[Seite 504] 1) abgelenkt, abgewendet, verändert, entfremdet; εὐναί, Pind. P. 2, 35, der Schol. erkl. μοιχίδιοι καὶ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι; vgl. Opp. Hal. 1, 515, λεχέων δὲ παράτροπον αἰσαν ἔχουσιν, u. 4, 18, χρωτὸς δὲ παράτροπον ἄνθος ἀμέρσαι; ungewöhnlich, Plut. Lys. 12. – 2) Bei Eur. Andr. 528 in activer Bdtg, abwendend, τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω, Schol. παρατροπικός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui détourne de, gén.;
2 détourné ; détourné du droit chemin ou du droit sens, extraordinaire, inusité, étrange.
Étymologie: παρατρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράτροπος -ον [παρατρέπω] afwendend. afwijkend.
Russian (Dvoretsky)
παράτροπος:
1 отвращающий, отклоняющий, удаляющий прочь (μόρου παράτροπον μέλος Eur.);
2 незаконный, беззаконный (εὐναί Pind.);
3 необычный, странный (κίνησις Plut.).
English (Slater)
παράτροπος, -ον illicit εὐναὶ δὲ παράτροποι (P. 2.35)
Greek Monolingual
-η, -ο / παράτροπος, -ον, ΝΑ παρατρέπω
1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος
2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.)
αρχ.
παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος («χρωστὸς δὲ παράτροπον ἄνθος», Πλούτ.)
2. αυτός που αποτρέπει, αποτρεπτικός («τί δ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω;», Ευρ.)
3. φρ. «ἔπος παράτροπον» — παραβολή, παροιμία (Νόνν.).
Greek Monotonic
παράτροπος: -ον, I. αυτός που παρεκτρέπεται, παράνομος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που αποφεύγει κάτι, με γεν., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παράτροπος: -ον, ὁ παρεκτρεπόμενος· ἐκτρεπόμενος τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παράνομος, εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 65, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 515· - παράδοξος, ἀσυνήθης, αὐτόθι 4. 18, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 12. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποτρέπων, μόρου π. μέλος Εὐρ. Ἀνδρ. 528, - ἔνθα ὁ Σχολ. τὸ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ παρατροπικός.
Middle Liddell
παράτροπος, ον,
I. turned aside, lawless, strange, unusual, Plut.
II. act. averting a thing, c. gen., Eur.