продолжительный: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μακρός]], [[δολιχός]], [[πολυχρόνιος]], [[ἐπιχρόνιος]], [[μακραίων]], [[μακρόπνοος]], [[μακρόπνους]], [[διαρκής]], [[πλειστήρης]], [[συχνός]], [[ἐπιμήκης]] | |rueltext=[[μακρός]], [[δολιχός]], [[πολυχρόνιος]], [[ἐπιχρόνιος]], [[μακραίων]], [[μακρόπνοος]], [[μακρόπνους]], [[διαρκής]], [[πλειστήρης]], [[συχνός]], [[ἐπιμήκης]], [[πολλοστός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης, πολλοστός