продолжительный
From LSJ
Russian > Greek
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης, πολλοστός
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης, πολλοστός