γνοφερός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(8)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνοφερός''': γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.
|lstext='''γνοφερός''': [[γνόφος]], [[γνοφόω]], [[γνοφώδης]], ἴδε ἐν [[δνοφερός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (Α [[γνοφερός]], -ά, -όν) [[γνόφος]]<br />[[σκοτεινός]].
|mltxt=-ά, -ό (Α [[γνοφερός]], -ά, -όν) [[γνόφος]]<br />[[σκοτεινός]].
}}
}}

Revision as of 15:19, 9 March 2020

Greek (Liddell-Scott)

γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφερός.

Greek Monolingual

-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφος
σκοτεινός.