Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλωσσώ: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(20)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -άω<br /><b>1.</b> (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) [[επωάζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με [[κάτι]], χρονοτριβεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κλώσσω]] «[[κακαρίζω]]»].
|mltxt=[[κλωσσώ]] και [[κλωσσάω]]<br /><b>1.</b> (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) [[επωάζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με [[κάτι]], χρονοτριβεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κλώσσω]] «[[κακαρίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:26, 21 June 2020

Greek Monolingual

κλωσσώ και κλωσσάω
1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω
2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ' αβγά του» — ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»].