κακομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(18)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakometritos
|Transliteration C=kakometritos
|Beta Code=kakome/trhtos
|Beta Code=kakome/trhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">illmeasured</b>: <b class="b3">τὸ κ</b>., = sq., <span class="bibl">Eust.1644.32</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[illmeasured]]: <b class="b3">τὸ κ</b>., = sq., <span class="bibl">Eust.1644.32</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομέτρητος Medium diacritics: κακομέτρητος Low diacritics: κακομέτρητος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kakométrētos Transliteration B: kakometrētos Transliteration C: kakometritos Beta Code: kakome/trhtos

English (LSJ)

ον,

   A illmeasured: τὸ κ., = sq., Eust.1644.32.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht gemessen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κακομέτρητος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ, κακῶς μεμετρημένος· τὸ κακομέτρητον, = τῷ ἑπομένῳ, διὰ τὸ κακομέτρητον Εὐστ. 1644. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακομέτρητος, -ον) κακομετρώ
νεοελλ.
ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητος
αρχ.
(μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο.