εὐνουχισμός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evnouchismos | |Transliteration C=evnouchismos | ||
|Beta Code=eu)nouxismo/s | |Beta Code=eu)nouxismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[castration]], Gal.4.576:</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A castration, Gal.4.576:
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)
εὐνουχίζω η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.