παρκάλισις: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(31) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parkalisis | |Transliteration C=parkalisis | ||
|Beta Code=parka/lisis | |Beta Code=parka/lisis | ||
|Definition=εως, ἡ, either <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=εως, ἡ, either <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[unpacking from a wooden crate]] or <b class="b2">transport by rollers</b>, IG42(1).103.46,63 (Epid.) ; cf. <b class="b3">διακάλισις, ἐσκάλισις</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 30 June 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, either
A unpacking from a wooden crate or transport by rollers, IG42(1).103.46,63 (Epid.) ; cf. διακάλισις, ἐσκάλισις.
Greek (Liddell-Scott)
παρκάλισις: καλίνδησις, κυλίνδησις, κύλισμα, παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης παρά + -κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια-καλίσαι που συνδέεται με το ρ. καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (πρβλ. δια-κάλισις, εσ-κάλισις)].