φυλλώδης: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyllodis | |Transliteration C=fyllodis | ||
|Beta Code=fullw/dhs | |Beta Code=fullw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like leaves]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.1</span>; σπέρμα Dsc.3.80. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like leaves]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.1</span>; σπέρμα Dsc.3.80. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[belonging to leaves]], δυνάμεις <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.8.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[having petalled flowers]], ib.<span class="bibl">7.8.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:48, 1 July 2020
English (LSJ)
ες,
A like leaves, Thphr.HP1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80. 2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr.HP9.8.1. II having petalled flowers, ib.7.8.3.
German (Pape)
[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.
Greek Monolingual
φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.