ὑδροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrodochos
|Transliteration C=ydrodochos
|Beta Code=u(drodo/xos
|Beta Code=u(drodo/xos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">containing water</b>, <b class="b3">φύσις ὑμενώδης ὑ</b>., of the foetus, <span class="title">Theol.Ar.</span>46.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[containing water]], <b class="b3">φύσις ὑμενώδης ὑ</b>., of the foetus, <span class="title">Theol.Ar.</span>46.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑδροδόκος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]] ή αυτός που συγκρατεί το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑδροδόκοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λάκκοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[δόκος]], [[ξενοδόχος]]].
|mltxt=και [[ὑδροδόκος]], -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[νερό]] ή αυτός που συγκρατεί το [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ὑδροδόκοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λάκκοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[δόκος]], [[ξενοδόχος]]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροδόχος Medium diacritics: ὑδροδόχος Low diacritics: υδροδόχος Capitals: ΥΔΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: hydrodóchos Transliteration B: hydrodochos Transliteration C: ydrodochos Beta Code: u(drodo/xos

English (LSJ)

ον,

   A containing water, φύσις ὑμενώδης ὑ., of the foetus, Theol.Ar.46.

Greek Monolingual

και ὑδροδόκος, -ον, ΜΑ
1. αυτός που περιέχει νερό ή αυτός που συγκρατεί το νερό
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑδροδόκοι
(κατά τον Ησύχ.) «λάκκοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. οἰνο-δόκος, ξενοδόχος].