ἐρυθρόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(14)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erythrolefkos
|Transliteration C=erythrolefkos
|Beta Code=e)ruqro/leukos
|Beta Code=e)ruqro/leukos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reddish-white</b>, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. [[φλογόλευκον]].</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[reddish-white]], Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. [[φλογόλευκον]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:06, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόλευκος Medium diacritics: ἐρυθρόλευκος Low diacritics: ερυθρόλευκος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: erythróleukos Transliteration B: erythroleukos Transliteration C: erythrolefkos Beta Code: e)ruqro/leukos

English (LSJ)

ον,

   A reddish-white, Gal.17 (1).835, Hsch. s.v. φλογόλευκον.

German (Pape)

[Seite 1036] weißroth, Hesych. v. φλογόλευκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόλευκος: -ον, ἀσπροκόκκινος, Ἡσύχ. ἐν λ. φλογόλευκον.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρυθρόλευκος, -ον)
1. αυτός του οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο
2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος.