μαντική: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(3) |
(CSV import) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαντική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) Her., Plat., Trag. = [[μαντευτική]]. | |elrutext='''μαντική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]]) Her., Plat., Trag. = [[μαντευτική]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[μαντικός]]) [[divination]], [[art of prediction]], [[art of prognosticating]], [[power of prediction]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:31, 4 July 2020
Greek Monolingual
η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.
Russian (Dvoretsky)
μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.
English (Woodhouse)
(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction