μέτρα: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(25)
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέτρα]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[καταμέτρηση]], [[μέτρημα]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μετρῶ</i>].
|mltxt=[[μέτρα]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[καταμέτρηση]], [[μέτρημα]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μετρῶ</i>].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[verses]]
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 4 July 2020

Greek Monolingual

μέτρα, ἡ (Μ)
1. καταμέτρηση, μέτρημα
2. μέτρο χωρητικότητας υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ].

English (Woodhouse)

verses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)