κονίποδες: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=konipodes | |Transliteration C=konipodes | ||
|Beta Code=koni/podes | |Beta Code=koni/podes | ||
|Definition=[<b class="b3">ῑ], οἱ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dusty-foots]], name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also | |Definition=[<b class="b3">ῑ], οἱ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dusty-foots]], name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also [[κονιορτόποδες]] Hsch.s.v. [[κονίποδες]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> kind of [[shoe covering a small part of the foot]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>848</span>, <span class="bibl">Poll.7.86</span>: in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>529.2</span>, and Suid., κονιόπους.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονίποδες''': ῑ, οἱ, ἔχοντες τοὺς πόδας πλήρεις κόνεως, ἐπίθ. τῶν δούλων ἐν Ἐπιδαύρῳ, Πλούτ. 2. 291Ε· καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. κονιορτόποδες, πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 1. σελ. 417· [[εἶδος]] σανδαλίου καλύπτοντος μόνον μικρὸν [[μέρος]] τοῦ ποδός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Κλήμ. Ἀλ. 241, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 86, Σουΐδ.· ― ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 529. 3 καὶ Σουΐδ., κονιόπους. | |lstext='''κονίποδες''': ῑ, οἱ, ἔχοντες τοὺς πόδας πλήρεις κόνεως, ἐπίθ. τῶν δούλων ἐν Ἐπιδαύρῳ, Πλούτ. 2. 291Ε· καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. κονιορτόποδες, πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 1. σελ. 417· [[εἶδος]] σανδαλίου καλύπτοντος μόνον μικρὸν [[μέρος]] τοῦ ποδός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Κλήμ. Ἀλ. 241, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 86, Σουΐδ.· ― ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 529. 3 καὶ Σουΐδ., κονιόπους. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:30, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], οἱ,
A dusty-foots, name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also κονιορτόποδες Hsch.s.v. κονίποδες. II kind of shoe covering a small part of the foot, Ar.Ec.848, Poll.7.86: in EM529.2, and Suid., κονιόπους.
Greek (Liddell-Scott)
κονίποδες: ῑ, οἱ, ἔχοντες τοὺς πόδας πλήρεις κόνεως, ἐπίθ. τῶν δούλων ἐν Ἐπιδαύρῳ, Πλούτ. 2. 291Ε· καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. κονιορτόποδες, πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 1. σελ. 417· εἶδος σανδαλίου καλύπτοντος μόνον μικρὸν μέρος τοῦ ποδός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Κλήμ. Ἀλ. 241, Πολυδ. Ζ΄, 86, Σουΐδ.· ― ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 529. 3 καὶ Σουΐδ., κονιόπους.