κονίποδες
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
[ῑ], οἱ,
A dusty-foots, name for the serfs at Epidaurus, Plu. 2.291e; also κονιορτόποδες Hsch. s.v. κονίποδες.
II kind of shoe covering a small part of the foot, Ar.Ec.848, Poll.7.86: in EM529.2, and Suid., κονιόπους.
Greek (Liddell-Scott)
κονίποδες: ῑ, οἱ, ἔχοντες τοὺς πόδας πλήρεις κόνεως, ἐπίθ. τῶν δούλων ἐν Ἐπιδαύρῳ, Πλούτ. 2. 291Ε· καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ. κονιορτόποδες, πρβλ. Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 1. σελ. 417· εἶδος σανδαλίου καλύπτοντος μόνον μικρὸν μέρος τοῦ ποδός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Κλήμ. Ἀλ. 241, Πολυδ. Ζ΄, 86, Σουΐδ.· ― ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 529. 3 καὶ Σουΐδ., κονιόπους.
Greek Monolingual
κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῦφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].