κράκτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kraktis
|Transliteration C=kraktis
|Beta Code=kra/kths
|Beta Code=kra/kths
|Definition=ὁ, later form for <b class="b3">κεκράκτης</b>, Adam.2.24, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>8.438</span>.
|Definition=ὁ, later form for [[κεκράκτης]], Adam.2.24, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>8.438</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράκτης Medium diacritics: κράκτης Low diacritics: κράκτης Capitals: ΚΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: kráktēs Transliteration B: kraktēs Transliteration C: kraktis Beta Code: kra/kths

English (LSJ)

ὁ, later form for κεκράκτης, Adam.2.24, Tz.H.8.438.

Greek (Liddell-Scott)

κράκτης: ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κεκράκτης ἐν Πολυδ. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· ἴσως δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, ψάλτης, Καντακουζ. 1, 41).

Greek Monolingual

ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) κράζω
κράχτης
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών του βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές
2. ψάλτης εκκλησίας
αρχ.
κεκράκτης.