δεκάλιτρος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκάλιτρος''': -ον, ὁ βαρύνων ἢ ἀξίζων [[δέκα]] λίτρας, στατὴρ Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· - δεκάλιτρον, τό, [[νόμισμα]] ἰσοδυναμοῦν πρὸς [[δέκα]] λίτρας, Ἐπίχ. 6 Ahr., Σώφρων 60 Ahr., [[Πολυδ]]. Δ, 173, Θ', 81.
|lstext='''δεκάλιτρος''': -ον, ὁ βαρύνων ἢ ἀξίζων [[δέκα]] λίτρας, στατὴρ Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· - δεκάλιτρον, τό, [[νόμισμα]] ἰσοδυναμοῦν πρὸς [[δέκα]] λίτρας, Ἐπίχ. 6 Ahr., Σώφρων 60 Ahr., Πολυδ. Δ, 173, Θ', 81.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάλιτρος Medium diacritics: δεκάλιτρος Low diacritics: δεκάλιτρος Capitals: ΔΕΚΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: dekálitros Transliteration B: dekalitros Transliteration C: dekalitros Beta Code: deka/litros

English (LSJ)

ον,

   A weighing or worth ten λίτραι, στατήρ Epich.10, Arist.Fr.510: as Subst., δεκάλιτρον, τό, coin worth ten λίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37, cf. Poll.9.81.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάλιτρος: -ον, ὁ βαρύνων ἢ ἀξίζων δέκα λίτρας, στατὴρ Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· - δεκάλιτρον, τό, νόμισμα ἰσοδυναμοῦν πρὸς δέκα λίτρας, Ἐπίχ. 6 Ahr., Σώφρων 60 Ahr., Πολυδ. Δ, 173, Θ', 81.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I de diez libras, que vale diez libras δ. στατήρ estatera de diez libras en Sicilia n. de la estatera corintia de plata, Epich.84.6.
II subst. τὸ δ.
1 diez libras, moneda de diez libras como designación de la misma moneda (cf. I), SEG 42.846.64 (Camarina V a.C.), Arist.Fr.510.
2 como unidad de peso peso de diez libras δ. ἄρτου diez libras de pan Pall.H.Laus.17.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάλιτρος, -ον)
Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών
II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον)
νεοελλ.
μέτρο βάρους δέκα λιτρών
αρχ.
νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών.

Russian (Dvoretsky)

δεκάλιτρος: весом в десять литр (λίτραι) (στατήρ Arst.).