μελανοκόμης: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(24) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνοκόμης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων κόμην μέλαιναν, | |lstext='''μελᾰνοκόμης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων κόμην μέλαιναν, Πολυδ. Β΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανοκόμης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελαγκόμης]]. | |mltxt=[[μελανοκόμης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελαγκόμης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
v. l. for μελαγκόμης in Poll.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοκόμης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων κόμην μέλαιναν, Πολυδ. Β΄, 24.
Greek Monolingual
μελανοκόμης, ὁ (Α)
βλ. μελαγκόμης.