μελαγκόμης

From LSJ

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον → Miltiades' trophy does not let me sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκόμης Medium diacritics: μελαγκόμης Low diacritics: μελαγκόμης Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΜΗΣ
Transliteration A: melankómēs Transliteration B: melankomēs Transliteration C: melagkomis Beta Code: melagko/mhs

English (LSJ)

μελαγκόμου, ὁ, black-haired, Poll.2.24.

German (Pape)

[Seite 117] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.

Greek Monolingual

μελαγκόμης και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κόμης (< κόμη), πρβλ. αβροκόμης, δαφνοκόμης.