λογοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] λόγων, εὐγλωττίας, | |lstext='''λογοδῐδάσκᾰλος''': ὁ, [[διδάσκαλος]] λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογοδιδάσκαλος]], ὁ (ΑM)<br />[[διδάσκαλος]] της ευγλωττίας. | |mltxt=[[λογοδιδάσκαλος]], ὁ (ΑM)<br />[[διδάσκαλος]] της ευγλωττίας. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A teacher of eloquence, Poll.2.125.
Greek (Liddell-Scott)
λογοδῐδάσκᾰλος: ὁ, διδάσκαλος λόγων, εὐγλωττίας, Πολυδ. Β΄, 125.
Greek Monolingual
λογοδιδάσκαλος, ὁ (ΑM)
διδάσκαλος της ευγλωττίας.