παροξυντέον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροξυντέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[παροξύνω]], δεῖ παροξύνειν, «[[τρισκαιδεκαέτης]], [[παροξυντέον]]» | |lstext='''παροξυντέον''': ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[παροξύνω]], δεῖ παροξύνειν, «[[τρισκαιδεκαέτης]], [[παροξυντέον]]» Πολυδ. Α΄, 55. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.