κάταντλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(19)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάταντλος''': -ον, = [[ὑπέραντλος]], κ. [[σκάφος]], πλῆρες ὕδατος, [[Πολυδ]]. Α΄, 113.
|lstext='''κάταντλος''': -ον, = [[ὑπέραντλος]], κ. [[σκάφος]], πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάταντλος]], -ον (Α)<br />ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον [[σκάφος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄντλος]] / [[ἄντλον]] «[[κύτος]] του πλοίου»].
|mltxt=[[κάταντλος]], -ον (Α)<br />ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον [[σκάφος]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄντλος]] / [[ἄντλον]] «[[κύτος]] του πλοίου»].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντλος Medium diacritics: κάταντλος Low diacritics: κάταντλος Capitals: ΚΑΤΑΝΤΛΟΣ
Transliteration A: kátantlos Transliteration B: katantlos Transliteration C: katantlos Beta Code: ka/tantlos

English (LSJ)

ον,

   A = ὑπέραντλος, Poll.1.113.

German (Pape)

[Seite 1366] = ὑπέραντλος, σκάφος Poll. 1, 113.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντλος: -ον, = ὑπέραντλος, κ. σκάφος, πλῆρες ὕδατος, Πολυδ. Α΄, 113.

Greek Monolingual

κάταντλος, -ον (Α)
ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντλος / ἄντλον «κύτος του πλοίου»].