Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριταρτημόριον: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐταρτημόριον''': τό, = [[τρία]] τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ [[τρία]] μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ [[τριταρτημόριον]] αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς [[τρία]] τεταρτημόρια ἔχοντας» [[Πολυδ]]. Θ΄, 65.
|lstext='''τρῐταρτημόριον''': τό, = [[τρία]] τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ [[τρία]] μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ [[τριταρτημόριον]] αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς [[τρία]] τεταρτημόρια ἔχοντας» Πολυδ. Θ΄, 65.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τμήμα]] που αποτελεί τα [[τρία]] τέταρτα του συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεταρτημόριον]] με [[απλολογία]]].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τμήμα]] που αποτελεί τα [[τρία]] τέταρτα του συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεταρτημόριον]] με [[απλολογία]]].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐταρτημόριον Medium diacritics: τριταρτημόριον Low diacritics: τριταρτημόριον Capitals: ΤΡΙΤΑΡΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: tritartēmórion Transliteration B: tritartēmorion Transliteration C: tritartimorion Beta Code: tritarthmo/rion

English (LSJ)

τό,

   A three quarters of an obol, Poll.9.65.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐταρτημόριον: τό, = τρία τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ τρία μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ τριταρτημόριον αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς τρία τεταρτημόρια ἔχοντας» Πολυδ. Θ΄, 65.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τμήμα που αποτελεί τα τρία τέταρτα του συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + τεταρτημόριον με απλολογία].