Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρδάνιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(big3_6)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» [[Πολυδ]]. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ [[αὐτοῦ]]» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» Πολυδ. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ [[αὐτοῦ]]» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[aguamanil]] Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., <i>AB</i> 441.
|dgtxt=-ου, τό<br />[[aguamanil]] Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., <i>AB</i> 441.
}}
}}

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρδάνιον Medium diacritics: ἀρδάνιον Low diacritics: αρδάνιον Capitals: ΑΡΔΑΝΙΟΝ
Transliteration A: ardánion Transliteration B: ardanion Transliteration C: ardanion Beta Code: a)rda/nion

English (LSJ)

τό,

   A = ἀρδάλιον, Ael.Dion.Fr.66, Poll.8.66, AB441.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδάνιον: τὸ, ἀγγεῖον κεράμειον, «τὸ δ’ ὄστρακον ἐκαλεῖτο ἀρδάνιον» Πολυδ. Η΄, 66, «κεράμιον, γάστρα, ὅθεν τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ αὐτοῦ» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aguamanil Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., AB 441.