ὑπώπιος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπώπιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, [[ὑπώπιος]], [[ὑποπέλιδνος]]» [[Πολυδ]]. Η΄, 79.
|lstext='''ὑπώπιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, [[ὑπώπιος]], [[ὑποπέλιδνος]]» Πολυδ. Η΄, 79.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ὑπώπιον]]<br />αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια.
|mltxt=-ον, Α [[ὑπώπιον]]<br />αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια.
}}
}}

Revision as of 21:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώπιος Medium diacritics: ὑπώπιος Low diacritics: υπώπιος Capitals: ΥΠΩΠΙΟΣ
Transliteration A: hypṓpios Transliteration B: hypōpios Transliteration C: ypopios Beta Code: u(pw/pios

English (LSJ)

α, ον,

   A with a black eye, Poll.8.79.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώπιος: -α, -ον, ὁ ἔχων μεμωλωπισμένον ὀφθαλμόν, «ὑπερῳδηκώς, ὑπώπιος, ὑποπέλιδνος» Πολυδ. Η΄, 79.

Greek Monolingual

-ον, Α ὑπώπιον
αυτός που έχει μωλωπισμένα μάτια.