ὤβεον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oveon | |Transliteration C=oveon | ||
|Beta Code=w)/beon | |Beta Code=w)/beon | ||
|Definition=τό, (i. e. | |Definition=τό, (i. e. [[ὤϝεον]]) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[egg]], and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, [[egg-breaker]], name of a species of snake, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὤβεον''': -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «[[ὅπερ]] ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα ([[ἤτοι]] ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | |lstext='''ὤβεον''': -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «[[ὅπερ]] ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα ([[ἤτοι]] ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 8 July 2020
English (LSJ)
τό, (i. e. ὤϝεον)
A egg, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, egg-breaker, name of a species of snake, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὤβεον: -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, ὄνομα εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «ὅπερ ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα (ἤτοι ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.