νηρόν: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρόν]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταπεινόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[νηρός]] ή με το [[νέρθε]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=[[νηρόν]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ταπεινόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[νηρός]] ή με το [[νέρθε]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">τὸ ταπεινόν</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Not to [[νέρθε]] with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects <b class="b3">νῆρις 2.</b>
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 8 July 2020

Greek (Liddell-Scott)

νηρόν: «τὸ ταπεινὸν [ὑδατεινόν, Schmidt]» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηρόν, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταπεινόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το νηρός ή με το νέρθε δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: τὸ ταπεινόν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to νέρθε with Fick, KZ 43 (1909-1910)149. I don't understand why Chantraine connects νῆρις 2.