μεταιωρούμαι: Difference between revisions

From LSJ
(24)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεταιωροῡμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
|mltxt=μεταιωροῦμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 24 October 2020

Greek Monolingual

μεταιωροῦμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαι
ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.