κατακυρώνω: Difference between revisions
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ' οἱ ἄρχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δημοπρασίες) [[μεταβιβάζω]] [[επίσημα]] την [[κυριότητα]] ενός πράγματος σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[κατοχή]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> με διοικητική ή δικαστική [[απόφαση]] [[μεταβιβάζω]] σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό [[δίκαιο]] την [[κυριότητα]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(AM κατακυρῶ, -όω)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[επικυρώνω]] («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ' οἱ ἄρχοντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για δημοπρασίες) [[μεταβιβάζω]] [[επίσημα]] την [[κυριότητα]] ενός πράγματος σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] σε κάποιον την [[κατοχή]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> με διοικητική ή δικαστική [[απόφαση]] [[μεταβιβάζω]] σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό [[δίκαιο]] την [[κυριότητα]] κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>κατακυροῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:49, 24 October 2020
Greek Monolingual
(AM κατακυρῶ, -όω)
1. κάνω κάτι έγκυρο, επικυρώνω («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ' οἱ ἄρχοντες», Αριστοτ.)
2. (για δημοπρασίες) μεταβιβάζω επίσημα την κυριότητα ενός πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω σε κάποιον την κατοχή ενός πράγματος
2. με διοικητική ή δικαστική απόφαση μεταβιβάζω σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό δίκαιο την κυριότητα κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου
αρχ.
παθ. κατακυροῦμαι, -όομαι
καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», Ευρ.).