σφηκός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfikos | |Transliteration C=sfikos | ||
|Beta Code=sfhko/s | |Beta Code=sfhko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[σφηκώδης]] | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[σφηκώδης]] ''1'', <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[σφήκωμα]] ''1'', Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:35, 29 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A = σφηκώδης 1, S.Fr.29. II = σφήκωμα 1, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].
Russian (Dvoretsky)
σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.